ἡμερονυκτίων

ἡμερονυκτίων
ἡμερονύκτιον
Cat.Cod. Astr.
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διήμερος — η, ο (AM διήμερος, ον) 1. αυτός που διαρκεί δύο μέρες 2. αυτός που έχει ηλικία δύο ημερών νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το διήμερο διάστημα δύο ημερονυκτίων αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. το διήμερον χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από είκοσι τέσσερεις ώρες 2.… …   Dictionary of Greek

  • νυκτοτριήμερος — νυκτοτριήμερος, ον (Μ) φρ. «νυκτοτριήμερος ταφή» ταφή τριών ημερονυκτίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”